ατζουπάς

ατζουπάς
και ατζιπάς, ο (Μ ἀτζιπάς)
1. κακοποιός δαίμονας που βγαίνει τη νύχτα με διάφορες μορφές
2. ο διάβολος
3. ανήσυχο και ζωηρό παιδί
4. είδος αράχνης
μσν.
μαύρος έφιππος στρατιώτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”